- υπόληρος
- -ον, Μ(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως διαταραγμένη διανοητική κατάσταση, μισοπάλαβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λῆρος (Ι) «μωρός, ανόητος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποληρώ — έω, Α 1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε κάπως ταραγμένη διανοητική κατάσταση, είμαι ὑπόληρος* 2. (για θεωρία, σκέψη, έκφραση) είμαι κάπως παράλογος ή ανόητος («ὑποληρούσης ἤδη τι αὐτοῑς τῆς γνώμης», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ληρῶ «παραληρώ,… … Dictionary of Greek